του Βασίλη Τσίρκα   

Η πρόσφατη έκθεση της Eurostat για το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και τη σχέση με την αγοραστική δύναμη αποκαλύπτει ότι η Ελλάδα συνεχίζει να παραμένει στον πάτο των σχετικών δεικτών της Ένωσης.

Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη χώρα μας διαμορφώθηκε το 2022 στο 68% του μέσου όρου στην ΕΕ και είναι το τρίτο χαμηλότερο, μετά την Βουλγαρία και την Σλοβακία.
Η εισοδηματική «βύθιση» και  στασιμότητα αποδίδονται στις οικονομικές πολιτικές της κυβέρνησης που, παρότι είχε τη δυνατότητα δημοσιονομικής επέκτασης αυτά τα χρόνια λόγω της χαλάρωσης των προβλέψεων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, δεν αναδιένειμε τον πλούτο με τρόπο δίκαιο, ώστε να καλύψει τις ανάγκες των πιο ευάλωτων κοινωνικών στρωμάτων και να ενισχύσει όσους βρίσκονται σε ελάχιστα καλύτερη θέση.
Την ίδια στιγμή, άφησε και συνεχίζει να αφήνει τον πληθωρισμό ανεξέλεγκτο, προχωρώντας σε αμφίβολης αξιοπιστίας κι αποτελεσματικότητας «pass» που δεν καταπολεμούν την αισχροκέρδεια, διογκώνοντας τις ήδη μεγάλες εισοδηματικές και κοινωνικές ανισότητες. Για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, το οικονομικό επιτελείο και ο πρωθυπουργός  προχώρησαν σε αύξηση του κατώτατου μισθού, μία αύξηση που δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες των πολιτών και να αντιμετωπίσει την ανεξέλεγκτη ακρίβεια.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού θα έπρεπε να ήταν πολύ ισχυρότερη, αφού δεν καλύπτει την απώλεια της αγοραστικής δύναμης, ενώ θα έπρεπε παράλληλα να είχαν προχωρήσει ισχυρά μέτρα ελάφρυνσης των νοικοκυριών. Με τον τρόπο αυτόν οξύνεται το μείζον ζήτημα της εργασιακής φτώχειας στη χώρα μας.
Στο πλαίσιο αυτό, με βάση την πορεία της οικονομίας μας αυτή την τετραετία, μία νέα κυβέρνηση Μητσοτάκη θα οδηγούσε σε ακόμη μεγαλύτερη αβεβαιότητα τους εργαζόμενους και στη διάχυση της ευελιξίας όχι μόνο στις μορφές απασχόλησης, αλλά και στον χρόνο εργασίας και στις συλλογικές συμβάσεις, στις αμοιβές και στον περιορισμό των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων.
Η κοινωνία μας χρειάζεται ένα διαφορετικό όραμα, μία διαφορετική πορεία το επόμενο διάστημα. Ο κ. Μητσοτάκης απέτυχε οικτρά, σε όλα τα επίπεδα, όχι λόγω των μεγάλων παγκόσμιων προκλήσεων, όπως η πανδημία και η ενεργειακή κρίση, αλλά λόγω της δικής του πολιτικής ανεπάρκειας, των δικών του πολιτικών ιδεοληψιών και αποτυχημένων «συνταγών».
Την ώρα που οι τιμές αυξάνονται, η κυβέρνηση αρνείται να μειώσει τον ΦΠΑ και εντείνει την οικονομική αφαίμαξη των νοικοκυριών. Η αύξηση των τιμών, η απουσία ελέγχου της αγοράς και τα υπερέσοδα από τον ΦΠΑ, με τα οποία η κυβέρνηση επιδοτεί την αισχροκέρδεια και διανέμει ανεπαρκή επιδόματα, είναι η μοναδική παρακαταθήκη του απερχόμενου κ. Μητσοτάκη.
Η κοινωνία φτωχοποιείται καθημερινά και οι ανισότητες οξύνονται, όπως επιβεβαιώνει και η πρόσφατη έρευνα της Ένωσης Εργαζομένων Καταναλωτών Ελλάδας της ΓΣΕΕ. Τα ευρήματα της έρευνας επιβεβαιώνουν την ζοφερή πραγματικότητα που αντιμετωπίζει η πλειοψηφία των συμπολιτών μας: το 87,8% μείωσε δραστικά την θέρμανση της κατοικίας του, το 57% το καθημερινό μαγείρεμα, το 77,3% τις μετακινήσεις με ΙΧ, το 55,6% την αγορά τροφίμων και το 65,10% τα είδη πρώ¬της ανάγκης. Χαρακτηριστικό είναι ότι 6 στους 10 καταναλωτές δηλώνουν ότι δεν μπορούν να πάνε ούτε μία εβδομάδα διακοπές τον χρόνο.

Και η κυβέρνηση επιμένει σε μέτρα-παρωδία, όπως το market pass. Τα απανωτά «καλάθια του νοικοκυριού», που απορρίπτονται από το 83% των καταναλωτών, όχι μόνο δεν αντιμετωπίζουν την κρίση, αλλά εντείνουν τις συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού σε βάρος των πιο μικρών παραγωγών και επιχειρήσεων.
Επιπλέον, η κυβέρνηση Μητσοτάκη σε τέσσερα χρόνια έχει αυξήσει το χρέος περισσότερο από 40 δισεκατομμύρια ευρώ. Οι διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων οδηγούν σε νέα γενιά κόκκινων δανείων. Με τα επιτόκια χορηγήσεων υψηλά και καταθέσεων χαμηλά, οι δανειολήπτες με τους τόκους τους χρηματοδοτούν τα κέρδη των τραπεζών. Αυτή είναι η δημοσιονομική «υπευθυνότητα» που διαφημίζει η ΝΔ.
Η πολιτική αλλαγή είναι πιο επιβεβλημένη από ποτέ, ώστε μια νέα προοδευτική κυβέρνηση να εφαρμόσει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα στήριξης της κοινωνικής συνοχής και ανάταξης της οικονομίας με όρους βιωσιμότητας και δικαιοσύνης. Για να ανοίξει νέα σελίδα, δημοκρατική και προοδευτική, για τη χώρα και την κοινωνία.
Βασικός όρος γι’ αυτό είναι η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στις κάλπες της απλής αναλογικής που θα ανοίξει τον δρόμο για την προοδευτική συνεργασία σε μια διακυβέρνηση που θα εκπροσωπεί την πλειοψηφία του λαού. Αυτή η προοπτική κερδίζει συνεχώς έδαφος στην ελληνική κοινωνία, η οποία απαιτεί την πολιτική αλλαγή που της αξίζει.

*Ο Βασίλης Τσίρκας είναι δικηγόρος, πρώην βουλευτής, μέλος Κεντρικής Επιτροπής ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, υποψήφιος βουλευτής Άρτας.