Οι περισσότεροι Δήμοι της χώρας έχουν αρχίσει να εφαρμόζουν την οδηγία του Υπουργείου Εσωτερικών, η οποία ξεκαθαρίζει οριστικά ότι τα πρόστιμα της Δημοτικής Αστυνομίας παραγράφονται μετά την πάροδο τριών ετών, εφόσον δεν έχουν ταμειακοποιηθεί μέσα σε αυτό το διάστημα.

Η εγκύκλιος του ΥΠΕΣ (αριθ. πρωτ. 17729/23.02.2024) ορίζει ότι τα πρόστιμα που δεν έχουν βεβαιωθεί ταμειακά εντός τριετίας από το τέλος του έτους στο οποίο τελέστηκε η παράβαση θεωρούνται ανεκκαθάριστα και δεν μπορούν πλέον να απαιτηθούν από τον δήμο.
Με απλά λόγια, αν περάσουν τρία χρόνια χωρίς να έχει εκδοθεί ταμειακή βεβαίωση, το πρόστιμο παραγράφεται αυτόματα.

Η απόφαση του Υπουργείου βασίζεται στο άρθρο 71 του Ν. 542/1977, το οποίο προβλέπει την παραγραφή των δημοτικών απαιτήσεων, αλλά και σε σειρά γνωμοδοτήσεων του Συνηγόρου του Πολίτη, που είχε ζητήσει εδώ και χρόνια ενιαίο και σαφές πλαίσιο για τη βεβαίωση και είσπραξη των δημοτικών προστίμων.

Μέχρι πρόσφατα, οι Δήμοι σε όλη τη χώρα ακολουθούσαν διαφορετικές πρακτικές, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται παρανοήσεις και ανισότητες μεταξύ των πολιτών. Με τη νέα οδηγία του ΥΠΕΣ, το ζήτημα αποσαφηνίστηκε οριστικά, δίνοντας σαφείς οδηγίες στις οικονομικές υπηρεσίες των ΟΤΑ.

Η εφαρμογή της οδηγίας προστατεύει τους πολίτες από καθυστερημένες ή αδικαιολόγητες απαιτήσεις για παλαιά πρόστιμα. Οι δήμοι υποχρεούνται πλέον να ελέγχουν αν έχει παρέλθει η τριετία πριν προχωρήσουν σε ταμειακή βεβαίωση ή σε ενέργειες είσπραξης.

Ήδη αρκετοί Δήμοι έχουν αναβαθμίσει τα πληροφοριακά τους συστήματα, ώστε να εντοπίζονται αυτόματα τα πρόστιμα που έχουν παραγραφεί, αποφεύγοντας την αποστολή ειδοποιήσεων για οφειλές που δεν είναι πλέον νόμιμα απαιτητές.

Με τη συμμόρφωση της πλειονότητας των Δήμων στην οδηγία του ΥΠΕΣ, καθιερώνεται επιτέλους ενιαία πρακτική σε όλη την Ελλάδα ως προς την παραγραφή των προστίμων της Δημοτικής Αστυνομίας.
Η ρύθμιση συμβάλλει τόσο στην αποσυμφόρηση των οικονομικών υπηρεσιών των Δήμων, όσο και στην προστασία των πολιτών από αμφισβητούμενες ή εκπρόθεσμες χρεώσεις.