Ο Ντίνος Αλυμάρας με τη σύζυγό του Σούλα

Ο Ντίνος Αλυμάρας υπήρξε μια αυθεντική τζουμερκιώτικη ψυχή, ανυπότακτη, πηγαία, δημιουργική και βαθιά ανθρώπινη.

Γεννήθηκε το 1939 στο Αθαμάνιο Άρτας, ένα ορεινό χωριό που σμίλεψε τον χαρακτήρα του με τη σκληράδα και την ομορφιά της φύσης.

Παιδί του Βασίλη και της Αμαλίας, πήρε απολυτήριο Δημοτικού με βαθμό πέντε με τόνο, έχοντας όμως ήδη δείξει κάτι πολύ σημαντικότερο από την επίδοση στα γράμματα: Έναν χαρακτήρα ζωντανό, αυθόρμητο και ανυπότακτο.

Καθημερινά κουβαλούσε νερό στο δάσκαλό του, έπαιζε με τα παιδιά του χωριού, «έκλεβε» κράνα, γκόρτσα, κεράσια και σύκα, συμμετείχε αρχηγός στους περίφημους «πετροπόλεμους» του πάνω με το κάτω χωριό και ήταν πάντοτε εκείνος που ξεχώριζε για την ενεργητικότητα και την ατίθαση φύση του.

Από νωρίς φάνηκε πως τα γράμματα δεν τον γοήτευαν, όμως τα παιχνίδια, οι παρέες και η ίδια η ζωή ήταν το πραγματικό του σχολείο.

Ο δρόμος του τον έφερε γρήγορα στην Αθήνα, όπου τον κάλεσε ο αδελφός του, ο Γιάννης Αλυμάρας, κορυφαίος τεχνίτης επιγραφών «ΝΕΟΝ».

Τον προσέλαβε ως βοηθό του για τις αγγαρείες, χωρίς να φαντάζεται ότι ο μικρός αδελφός θα εξελισσόταν σε επιχειρηματικό πνεύμα πρώτης γραμμής.

Ο Γιάννης ήταν σπουδαίος τεχνίτης, αλλά όχι τόσο ικανός στη διαχείριση και την εμπορική πλευρά της δουλειάς.

Ο Ντίνος, με την έμφυτη ευστροφία και τη διορατικότητά του, ανέλαβε σύντομα τη διαχείριση της επιχείρησης και μέσα σε λίγα χρόνια η επωνυμία «ΑΦΟΙ ΑΛΥΜΑΡΑ - ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΝΕΟΝ» έγινε το πρώτο όνομα στον χώρο της εποχής.

Ήταν η περίοδος που οι επιγραφές «ΝΕΟΝ» κυριαρχούσαν στις προσόψεις των καταστημάτων, φωτίζοντας τις μεγάλες λεωφόρους και τα νυχτερινά κέντρα της πρωτεύουσας.

Ο Ντίνος, χωρίς καμία τυπική επαγγελματική κατάρτιση, με μοναδικό εφόδιο το πείσμα, τη σκληρή δουλειά και το ένστικτό του, έμαθε τη δουλειά και την επέκτεινε σε όλο το λεκανοπέδιο της Αττικής.

Ο Γιάννης κατασκεύαζε και ο Ντίνος τοποθετούσε.

Οι πελάτες τους ήταν οι πιο γνωστές επιχειρήσεις της εποχής: η ΦΙΞ, η Ολυμπιακή, η Παπαστράτος, όλα τα μεγάλα θέατρα και οι κινηματογράφοι της Αθήνας και αργότερα πλήθος επιχειρήσεων σε όλη την Ελλάδα.

Σε ελάχιστο χρόνο, οι Αλυμάρες έγιναν συνώνυμο της ποιότητας και της αξιοπιστίας.

Ο Ντίνος κέρδιζε πολλά χρήματα, αλλά γνώρισε και την άλλη όψη της αγοράς: Τα «φέσια», τις ακάλυπτες επιταγές, τις ασυνέπειες των συνεργατών.

Παρ’ όλα αυτά, ποτέ δεν σφράγισε επιταγή, ποτέ δεν κατέφυγε στα δικαστήρια για να διεκδικήσει τα οφειλόμενα, ποτέ δεν προχώρησε σε κατασχέσεις.

Ήταν άνθρωπος της τιμής και της δεύτερης ευκαιρίας.

Αντί να τιμωρεί, προτιμούσε να συγχωρεί, πιστεύοντας ότι η αξιοπρέπεια και η εντιμότητα αξίζουν περισσότερο από κάθε χρηματική απώλεια.

Το εμπορικό του ήθος υπήρξε υπόδειγμα για όσους τον γνώρισαν: Πίστευε πως η σχέση με τον πελάτη είναι πάνω απ’ όλα ανθρώπινη και όχι λογιστική.

Στη ζωή του στάθηκε τυχερός και στις προσωπικές του επιλογές. Παντρεύτηκε τη Σούλα Γκίζα, κόρη του κουρέα Πάνου Γκίζα από τους Μελισσουργούς.

Ήταν μια γυναίκα εξαιρετικής νοικοκυροσύνης και δύναμης ψυχής, που τον ενέπνεε και τον στήριζε σε κάθε του βήμα.

Μαζί δημιούργησαν μια μεγάλη και αγαπημένη οικογένεια: Έξι παιδιά, την Αμαλία, τη Βασιλική, τη Σοφία, τον Βασίλη, τον Παναγιώτη και τον Γιάννη και δεκαπέντε εγγόνια.

Τα τρία από τα παιδιά τους σπούδασαν ιατρική κι έχουν δικά τους ιατρεία, τα δύο είναι γυμναστές και το ένα ελεύθερος επαγγελματίας, η δε κόρη του Σοφία είναι Αντιπεριφερειάρχης Αττικής.

Από τα εγγόνια, τα τέσσερα είναι ήδη γιατροί και τα άλλα ακολουθούν τις σπουδές τους.

Ήταν υπερήφανος πατέρας και τρυφερός σύζυγος, που έβλεπε την πρόοδο των παιδιών του ως το μεγαλύτερο επίτευγμα της ζωής του.

Ο Ντίνος Αλυμάρας με τη σύζυγό του Σούλα και τα εγγόνια τους, σε όμορφες και ευτυχισμένες οικογενειακές στιγμές

 

Ο Ντίνος Αλυμάρας υπήρξε αυθεντικός σε όλα. Δεν επεδίωξε ποτέ να δείξει κάτι που δεν ήταν.

Ζούσε ανάμεσα στην Αθήνα και το Αθαμάνιο, χωρίς ποτέ να αποκοπεί από τις ρίζες του, τους φίλους και τις αναμνήσεις του τόπου του.

Είχε πηγαίο χιούμορ, καθαρό λόγο και μια κρυστάλλινη ψυχή.

Έλεγε τις αλήθειες του χωρίς περιστροφές, «ξυπόλυτες», όπως συνήθιζε να λέει ο ίδιος, και απεχθανόταν τα «παπουτσωμένα ψέματα».

Ήταν φιλότιμος, φιλόξενος, καλοπροαίρετος, με σταθερές αξίες και ακέραιο χαρακτήρα. Δεν υποσχόταν τίποτα που δεν μπορούσε να τηρήσει, και στις συναλλαγές του ήταν πάντα τίμιος και συνεπής.

Η ζωή του καθοδηγούνταν από την καρδιά, όχι από την επιδίωξη του πλούτου ή της προβολής.

Δεν ζήτησε ποτέ εύνοιες, δεν περίμενε βοήθειες, στηρίχθηκε αποκλειστικά στις δικές του δυνάμεις.

Για μένα, που είχα την τύχη να ζήσω μαζί του πάνω από μισό αιώνα, ο Ντίνος ήταν μια ψυχική ομορφιά σπάνια, ένας άνθρωπος με αρμονία εσωτερική, με αυτοπεποίθηση και ειλικρίνεια.

Δεν χρειαζόταν να τον μαντέψεις, γιατί ήταν πάντα «ανοιχτό βιβλίο».

Δεν διδάχθηκε τίποτα από τη ζωή, η ζωή διδάχθηκε από αυτόν.

Ήταν οικογενειάρχης πρότυπο, αναλάμβανε τις ευθύνες του, προστάτευε και καθοδηγούσε την οικογένειά του, έδινε λύσεις, ενθάρρυνε τα παιδιά του να κυνηγούν τα όνειρά τους και στεκόταν πάντα δίπλα τους.

Η ζωή του υπήρξε ένας συνεχής αγώνας, γεμάτος εργατικότητα, γενναιοδωρία και αγάπη για τον άνθρωπο.

Σήμερα, συνταξιούχος πια, με παιδιά και εγγόνια, έχει αφήσει πίσω του μια παρακαταθήκη που δεν μετριέται με επαγγελματικές επιτυχίες ή περιουσίες, αλλά με την εκτίμηση, τον σεβασμό και την αγάπη όσων τον γνώρισαν.

Ο Ντίνος Αλυμάρας είναι ίσως από τις σπάνιες περιπτώσεις ανθρώπων που η ζωή τού χρωστάει πολλά, ενώ ο ίδιος δεν της χρωστάει τίποτα.

Αν στο σχολείο πήρε πέντε με τόνο, στη ζωή πήρε δέκα με τόνο και αυτό είναι το μεγαλύτερο παράσημο που μπορεί να φέρει ένας πραγματικός αγωνιστής της ζωής.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Η πορεία της ζωής του Ντίνου Αλυμάρα είναι μυθιστορηματική, είναι ύλη που προσφέρεται για την έκδοση βιβλίου πολλών σελίδων, κάτι που δεν είναι δυνατό για τον γράφοντα και για αυτό περιορίζεται σε αυτό το κείμενο. Χρησιμοποιούμε δε τη λέξη «ήταν» κι όχι «είναι», γιατί το τελευταίο διάστημα έχει αφοσιωθεί μόνο στα εγγόνια του και ως πατέρας καμαρώνει τα παιδιά του, για την επαγγελματική και κοινωνική καταξίωσή τους και έχει παροπλιστεί από κάθε άλλη δραστηριότητα.


Λευτέρης Στασινός

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΑΡΘΡΩΝ

Go to top