Στο άρθρο 44 παρ.2 του Συντάγματος περιγράφεται η διαδικασία δημοψηφίσματος. Δημοψήφισμα προκηρύσσεται με σχετικό διάταγμα του Προέδρου τη Δημοκρατίας σε δύο περιπτώσεις:

1). έπειτα από απόφαση της απόλυτης  πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών, η οποία προκύπτει μετά από σχετική πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου προς την Βουλή. Είναι το λεγόμενο «συμβουλευτικό δημοψήφισμα» για κρίσιμα εθνικά θέματα. 2). έπειτα από απόφαση των 3/5 του συνόλου των βουλευτών, η οποία προκύπτει ύστερα από πρόταση των 2/5 του συνόλου των βουλευτών προς την Βουλή. Είναι το λεγόμενο «νομοθετικό δημοψήφισμα» προκειμένου περί ψηφισμένων ήδη νομοσχεδίων που ρυθμίζουν σοβαρά κοινωνικά ζητήματα (εκτός των δημοσιονομικών τα οποία δεν τίθενται ποτέ σε δημοψήφισμα). Το σχετικό άρθρο δε, απαγορεύει την διεξαγωγή περισσότερων των 2 δημοψηφισμάτων κατά την ίδια βουλευτική περίοδο.
Κατά την ισχύ του προηγούμενου Συντάγματος του 1975, η προκήρυξη δημοψηφίσματος αποτελούσε αποκλειστική προνομία του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο και για οποιοδήποτε θέμα έκρινε σκόπιμο, μπορούσε να προκηρύξει δημοψήφισμα με, χωρίς ή παρά την αντίθετη γνώμη της κυβέρνησης, ανακόπτοντας το κυβερνητικό πρόγραμμα και δημιουργώντας έτσι σοβαρό πολιτικό πρόβλημα. Κατ’ αυτό τον τρόπο επεδίωκε δυνητικά, ενίσχυση της δικής του θέσης  και δικαίωση των δικών του απόψεων, προσφεύγοντας δι’ αυτού του τρόπου  στην λαϊκή ετυμηγορία. Λειτουργούσε δηλαδή το δημοψήφισμα κατά το προηγούμενο Σύνταγμα, περιοριστικά για τον κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος. Με την αναθεώρηση του 1986 και την θέση σε ισχύ του παρόντος αναθεωρημένου άρθρου 44 παρ. 2 του Συντάγματος, η δυσλειτουργική αυτή μορφή του δημοψηφίσματος αποκαταστάθηκε κατά τρόπον ώστε να ενισχύεται ο κεντρικός ρόλος της νόμιμα εκλεγμένης  κυβέρνησης και του Υπουργικού της συμβουλίου από την μια πλευρά, και ο, αντίστοιχα, κεντρικός ρόλος του Ελληνικού Κοινοβουλίου από την άλλη. Έτσι είχαμε μία επανόρθωση του ελλείμματος της αντιπροσωπευτικότητας της ψήφου, δηλαδή ουσιαστικά εκμηδένιση των προηγούμενων μειονεκτημάτων, όσον αφορά την  αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Βέβαια, ο κίνδυνος για την εκάστοτε κυβέρνηση να καταψηφιστεί μία συγκεκριμένη πολιτική της από την διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος, παραμένει ( εκ του κινδύνου αυτού προκύπτει και η εξαίρεση των δημοσιονομικών νομοσχεδίων από την θέση τους σε δημοψήφισμα), όμως εκ των πραγμάτων το δημοψήφισμα αποτελεί πλέον δική της πολιτική επιλογή και όχι ενός προσώπου, φορέα  αποκλειστικά πολιτειακού θεσμού και μη συμμετέχοντος στον καθορισμό της κυβερνητικής πολιτικής, του οποίου η τυχόν τέτοιου είδους αυθαίρετη παρέμβαση, όπως περιγράφηκε, δυνατόν να της δημιουργούσε σοβαρό πολιτικό πρόβλημα.
    Κατά την διάρκεια του τρέχοντος έτους, ετέθη από την πλευρά της κυβέρνησης και της κυβερνητικής πλειοψηφίας στην Βουλή, αλλά και εκ του ιδίου του Πρωθυπουργού, η σκέψη και η πρόθεση για τυχόν αναθεώρηση του παρόντος άρθρου 44 παρ. 2  του Συντάγματος. Κυρίως δε η συζήτηση (τυχούσης και ευρείας αναφοράς στα μέσα μαζικής ενημέρωσης), προέκυψε ως απόρροια των τελευταίων εξελίξεων στην διαχείριση της κρίσης των μνημονίων, με την πρόθεση αναθεώρησης του σχετικού άρθρου, έτσι ώστε να εκφράζεται η λαϊκή κυριαρχία συχνότερα και αμεσότερα.
Στο άρθρο 52 του Συντάγματος η επιδίωξη του συνταγματικού νομοθέτη είναι η έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας να αποτελεί υποχρέωση «όλων των λειτουργών της Πολιτείας» να την «διασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση», αποδίδοντας  μάλιστα τα χαρακτηριστικά της ως «ελεύθερης και ανόθευτης». Προβλέπονται μάλιστα και ποινικές κυρώσεις κατά των παραβατών λειτουργών  της διάταξης αυτής οι οποίοι δεν θα εκτελούσαν θετικά τις υποχρεώσεις τους. Το πεδίο εφαρμογής του σχετικού άρθρου είναι ευρύτερο των διαδικασιών άσκησης του εκλογικού δικαιώματος. Πέραν αυτών διασφαλίζεται και η συμμετοχή των κομμάτων στο σχηματισμό της πολιτικής θέλησης του εκλογικού σώματος αλλά επίσης και ο σχηματισμός και η έκφραση της λαϊκής θέλησης μέσω  του δημοψηφίσματος  (44 παρ.2 του Συντάγματος).
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επιχειρήσουμε μια αντιπαραβολή με ένα έτερο Κράτος, του οποίου η εκδήλωση της πολιτικής θέλησης του εκλογικού του σώματος και η ευρύτερη λαϊκή βούληση διασφαλίζεται με την διαδικασία του δημοψηφίσματος. Συγκεκριμένα, το Κράτος της Ελβετίας (Ελβετική Συνομοσπονδία), έχει ως θεμελιώδη βάση όλης της πολιτικής της συμπεριφοράς και της έκφρασης των δικαιωμάτων του λαού της, τις διαδικασίες δημοψηφισμάτων τόσο στα καντόνια και στις κοινότητές της, όσο και σε επίπεδο ομοσπονδίας. Το σχετικό άρθρο του Συντάγματός της  αναφέρεται σε: «ίδια δικαιώματα των Ελβετών και Ελβετίδων όσον αφορά τις εκλογές και τα ομοσπονδιακά δημοψηφίσματα», «σε δικαίωμα όλων των Ελβετών να συμμετέχουν σ’ αυτά», «στο δικαίωμα της Ελβετικής Συνομοσπονδίας να εκδίδει νομοθετικές διατάξεις για το δικαίωμα συμμετοχής σ’ αυτά επί ομοσπονδιακών θεμάτων», «καθορίζει το δίκαιο των καντονιών ως το μόνο αρμόδιο για τη διεξαγωγή εκλογών και δημοψηφισμάτων στα καντόνια και τις κοινότητες» (άρθρο 74 του Ελβετικού Συντάγματος περί τρόπου καθορισμού των ομοσπονδιακών αρχών). Επιπλέον  όλο το Ελβετικό Σύνταγμα σε όλες τις διατάξεις του κάνει συγκεκριμένες αναφορές στην θεσμοθέτηση της διαδικασίας των δημοψηφισμάτων για όλες τις πτυχές της δημόσιας ζωής της χώρας, ακόμη και όταν πρόκειται για μερική αναθεώρηση των άρθρων του ομοσπονδιακού Συντάγματός της (άρθρα 121& 122  Ελβ. Συντάγματος).
Αντίθετα στην Ελλάδα καθιερώνεται προκειμένου περί έκφρασης της λαϊκής βούλησης των πολιτών, η διάμεσης, καθολικής και μυστικής ψηφοφορίας όλων των Ελλήνων, ανάδειξη των βουλευτών που αντιπροσωπεύουν το Έθνος, των βουλευτικών εκλογών διεξαγομένων ταυτόχρονα σε όλη την επικράτεια (άρθρο 51 παρ. 2,3,4 του Συντάγματος). Δηλαδή ο συντακτικός νομοθέτης εκφράζει διά του άρθρου αυτού την ευθεία και in concreto βούλησή του περί διακυβερνήσεως της χώρας ως κοινοβουλευτικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αλλά  επίσης τίθεται αρνητικά σε οποιαδήποτε προσπάθεια μεταβολής αυτού του χαρακτήρα διακυβερνήσεως, διά του άρθρου 110 παρ.1 του Συντάγματος, μιας και εξαιρεί από τυχόν αναθεωρητική διαδικασία τη μορφή του πολιτεύματος ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Πέραν τούτου δεν διατηρείται καμία αμφιβολία περί του γεγονότος ότι δεν επιθυμεί την διακυβέρνηση της χώρας με διαφορετικό τρόπο, με την ίδια την εισαγωγή του άρθρου 44 παρ. 2 (διαδικασία δημοψηφίσματος),  την οποία εξαρτά πλέον από διαδικασίες κοινοβουλευτικές, συνάμα δε και με την εισαγωγή του άρθρου 110 παρ. 2, 3, 4, 5 του Συντάγματος (περί αναθεώρησης) στο οποίο διαπρύσια εκδηλώνεται η εξάρτηση από αντιπροσωπευτικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Η δε οποιαδήποτε προσπάθεια εισαγωγής διάταξης νόμου ή άλλης κανονιστικού χαρακτήρα διάταξης αντίθετης προς το ισχύον Σύνταγμα, αποτελεί παραβίασή του και παραβίαση των ορίων, εντός των οποίων δύναται να σημειωθεί οποιαδήποτε παρέμβαση - αναθεώρηση του άρθρ.44$ 2, και αυτομάτως καταργείται (κηρύσσεται ανίσχυρη από τον εφαρμοστή του δικαίου - άρθρο 111 παρ. 1του Συντάγματος).                                                                                                                                
                                                                                       

                                                                                   

                                                                                                         Γεώργιος Ε. Κολιός
                                                                                                       Δικηγόρος παρ’ εφέταις   

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΑΡΘΡΩΝ

Go to top